Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

from paris with love !!!

Ο ήχος από τα ροδάκια της βαλίτσας της ακουγόταν όλο και πιο αργός καθώς η marygin πλησίαζε στην έξοδο του αεροδρομίου. Φτάνοντας στην αυτόματη πόρτα εκείνη άνοιξε και η marygin κοντοστάθηκε για λίγο παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και γεμίζοντας τα πνευμόνια της με παριζιάνικο αέρα. Η κούραση από την ολονύχτια αναμονή της στο αεροδρόμιο και οι σκέψεις της κατά τη διάρκεια της πτήσης δεν φαινόταν πάνω της. Στο βλέμμα της έβλεπες μόνο μια χαρά και μια ανυπομονησία για το άγνωστο που είχε μπροστά της. Πήρε το μετρό και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης.. κατέβηκε στη στάση Châtelet – Les Halles και βγήκε σε μια μεγάλη πλατεία..η πόλη ήταν μαγική λες και κάτι είχε στον αέρα ,μόνο αυτή και καμία άλλη στον κόσμο. Όλα ήταν τόσο σουρεαλιστικά ! Κάθισε σε ένα παγκάκι και άναψε ένα τσιγάρο. Έπρεπε να σκεφτεί τι θα κάνει. Ήταν μόνη σε μια άγνωστη πόλη χωρίς κανένα μέρος για να μείνει. Ήταν τόσο απερίσκεπτο να έρθει έτσι ,μα εκείνη το έκανε γιατί πάντα της άρεσε να ζει στα άκρα. Οι ώρες περνούσαν και εκείνη ήταν ακόμη στο δρόμο. Σ’ εκείνους που είχε αφήσει πίσω στην Ελλάδα είχε πει άλλα, για να μην ανησυχούνε. Τώρα όμως ήτανε μόνη και απελπισμένη. Οι γνωριμίες όμως δεν άργησαν να έρθουν και βρήκε κατάλυμα για τα πρώτα βράδια. Εκείνο το πρώτο βράδυ δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Καθόταν κουλουριασμένη σε ένα ξένο σπίτι όπου θα μπορούσαν να της κάνουν κακό οι άγνωστοι φοιτητές που εμπιστεύτηκε. Είχε αγκαλιά ένα μπόγο από τα ρούχα της για μαξιλάρι και φορούσε την μπλούζα εκείνου. Η μυρωδιά από το σώμα του της έφερε δάκρυα στα μάτια. Της έλειπε τόσο πολύ. Πώς θα κοιμόταν χωρίς τα χέρια του γύρω της; Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε από το φόβο και τα δάκρυά της. Το επόμενο πρωί άρχισε να ψάχνει για το δικό της σπίτι, και έτσι έκανε και όλα τα υπόλοιπα πρωινά. Εκείνος της έλειπε πιο πολύ από όλα. Οι φίλοι της, η δουλειά της, το κουτάβι της. Σκέφτηκε πως ήταν ανόητο να τα αφήσει όλα πίσω και να φύγει έτσι. Όμως δεν ήταν ώρα να κάνει πίσω. Αυτή η πόλη τη μάγευε. οι επόμενες μέρες ήταν υπέροχες και απαίσιες μαζί. Η εγγραφή της στο νέο πανεπιστήμιο, οι νέες παρέες, οι ελληνίδες που την φιλοξενούσαν.. τα πρωινά πήγαινε για μάθημα και έπειτα σε μικρά παριζιάνικα καφέ. Tο βράδυ συνέχιζε με χαλαρά ποτά στο quartier latin και ολονύχτιο Clubbing στα κακόφημα κλαμπάκια της Μονμάρτης.

Oι μέρες περνούσαν μα κανένα σπίτι δεν άρεσε στη marygin. Tα ενοίκια ήταν στα ύψη και η Ελλάδα βρισκόταν σε κρίση. Εκείνος την περίμενε μα ήξερε πως δεν θα το έκανε για πολύ ακόμα. Η ελληνίδα που είχε γνωρίσει εκεί, δεν μπορούσε να τη φιλοξενήσει άλλο. H marygin έπρεπε να σκεφτεί και να δει τι θα κάνει!! Περιπλανήθηκε για ώρες. Κοίταζε τα νερά του σηκουάνα, προσκύνησε στην παναγία των Παρισίων, χάζεψε για ώρα τους ζωγράφους της Μονμάρτης, θαύμασε την άλλης εποχής ατμόσφαιρα του Moulin rouge και γυρνούσε στο Λούβρο μην μπορώντας όμως να δει τίποτα γύρω της. Εκείνη τη μέρα έζησε μια από τις πιο έντονες και ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της. Περπατούσε μόνη της στα Champs-Élysées καπνίζοντας και κοιτώντας τον πύργο, ακούγοντας μόνο την καρδιά της και τον ήχο του la vie en rose από ένα παριζιάνικο ακορντεόν. Αποφάσισε να ανέβει στον πύργο και να δει το Παρίσι από ψηλά. Η πολύωρη αναμονή στην ουρά τη βοήθησε να σκεφτεί, το εισιτήριο της ήταν μειωμένο. Κατείχε πια παριζιάνικο φοιτητικό πάσο. Όταν έφτασε στην κορυφή δάκρυσε, για όλα αυτά που ήξερε πως σύντομα θα χάσει εδώ και για όλα αυτά που έχανε εδώ και καιρό στην Ελλάδα. Ήτανε τόσο μπερδεμένη! Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. ΄΄ Μαζί με εσένα κλαίει και ο ουρανός’’ της είπε ο όμορφος βραζιλιάνος που την φωτογράφιζε πιο πριν. Ο κόσμος έτρεχε μέσα για να κατέβει από τον πύργο. Εκείνη όμως καθόταν στη βροχή κοιτάζοντας το Παρίσι. Το κινητό της χτυπούσε συνεχώς από μεσιτικά γραφεία που την παίρνανε τηλέφωνο, μα πλέον δεν την ένοιαζε. Η βροχή δυνάμωνε και εκείνη στεκόταν απαθής να κοιτάζει την πόλη. ΄΄ I hope everything will be ok for you ΄΄ ήταν τα λόγια του βραζιλιάνου που την σκέπασε με ένα αδιάβροχο στα εθνικά χρώματα της χώρας του. ‘’take this as a gift from me,it was nice to meet you’’ ήταν το τελευταίο που της είπε πριν χαθεί και αυτός μες τον κόσμο που προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή. Η marygin κατέβηκε από τον πύργο και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Καθώς περπατούσε ξαφνικά βγήκε ήλιος και ένα υπέροχο ουράνιο τόξο. Σταμάτησε σε μια pâtisserie , έφαγε μία Crème brûlée και τηλεφώνησε στη μαμά της. Πήρε τα πράγματά της από την ελληνίδα που γνώρισε στο couch serfing και πέρασε το βράδυ της στη Cite σε μια ισπανίδα που μόλις είχε γνωρίσει. Ούτε εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε.. το δωμάτιο ήταν παλιό, τα παράθυρα δεν κλείνανε και έκανε πολύ κρύο. Τα ξημερώματα πήρε τη βαλίτσα της,to βραζιλιάνικο αδιάβροχο και το δρόμο προς το Charles de Gaulle. Σκέφτηκε πως δεν χαιρέτησε κανέναν από όσους γνώρισε και κανείς δεν ήξερε πως φεύγει μα ίσως ήταν καλύτερα. Τηλεφώνησε σε εκείνον , να του πει πως θα ‘ρθει μα στην Ελλάδα ήταν ακόμα Σάββατο βράδυ και εκείνος ήταν μεθυσμένος και την έβριζε που τον άφησε. Αισθάνθηκε χαζή για όσα είχε κάνει, που έφυγε, που γυρνούσε, που δεν ήξερε τελικά τί ήθελε και τί είχε σημασία. Πλέον όμως τίποτα δεν είχε σημασία γιατί το μυαλό της και η καρδιά της ήταν ακόμα πίσω .Επιβιβάστηκε και κοιμήθηκε γιατί δεν ένιωθε πια ζωή μέσα της .Όταν πια ξύπνησε ήταν πάνω από την Αθήνα. Αν και ήταν Νοέμβριος στην Αθήνα είχε πάντα ήλιο… Κοίταξε γύρω της τον κόσμο και τότε κατάλαβε πόσο πολύ είχε μετανιώσει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου